- καραβόγατος
- οο γάτος του καραβιού ή ο ναυτικός που σπάνια εγκαταλείπει το καράβι: Τον λένε καραβόγατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραβόγατος — ο 1. ο γάτος τού καραβιού 2. ναυτικός που σπάνια εγκαταλείπει το καράβι 3. ικανός ναυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + γατος (< γάτα), πρβλ. μπακαλό γατος, σπιτό γατος] … Dictionary of Greek
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
καραβόσκυλος — ο και καραβόσκυλο, το 1. ο σκύλος τού καραβιού που παραμένει διαρκώς μέσα στο πλοίο για να τό φυλάγει 2. άγριος και μεγαλόσωμος σκύλος 3. (για πρόσ.) άγριος, ακοινώνητος, αγριάνθρωπος 4. (για ναυτικούς) αυτός που σπάνια βγαίνει από το πλοίο,… … Dictionary of Greek